- ανασκίρτημα
- τοη ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασκιρτώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασκιρτώ. Η λ. στον πληθ., ανασκιρτήματα, τα, μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικόλαου Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανασκίρτημα — το, ατος και ανασκίρτηση, η ελαφρό αναπήδημα από κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο (είδηση, γεγονός κτλ.): Στο αντίκρισμα του ξενιτεμένου αδελφού του ένιωσε ένα ανασκίρτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)